Sujet | Letton | Grec |
science s., empl., synd. | aktīva darba tirgus politika | ενεργητική πολιτική της αγοράς εργασίας |
science s., droit. | aktīva iekļaušana | ενεργητική ένταξη |
médic. | aktīva implantējama medicīnas ierīce | ενεργό εμφυτεύσιμο ιατρικό βοήθημα |
génér. | aktīva korupcija | ενεργητική δωροδοκία |
envir. | aktīva līdzdalība | ενεργός συμμετοχή |
financ. | aktīva līdzekļu pārvaldība | ενεργητική διαχείριση αμοιβαίου κεφαλαίου |
science s., empl. | aktīva nodarbinātības politika | ενεργός πολιτική απασχόλησης |
science s. | aktīva novecošana | παράταση του επαγγελματικού βίου |
science s. | aktīva novecošana | παρατεταμένος επαγγελματικός βίος |
science s. | aktīva novecošana | ενεργός γήρανση |
micr. | aktīva pastkaste | ενεργό γραμματοκιβώτιο |
micr. | aktīva vadīkla | ενεργό στοιχείο ελέγχου |
micr. | aktīvais beigu punkts | ενεργό τέλος |
micr. | Aktīvais skats | Ενεργή προβολή |
micr. | aktīvais sējums | ενεργός τόμος |
micr. | aktīvas pastkastes migrēšana | μετεγκατάσταση ενεργών γραμματοκιβωτίων |
soins., pharm. | aktīvas uzraudzības metodes | μέθοδοι ενεργούς παρακολούθησης |
science s. | aktīvas vecumdienas | ενεργός γήρανση |
science s. | aktīvas vecumdienas | παράταση του επαγγελματικού βίου |
science s. | aktīvas vecumdienas | παρατεταμένος επαγγελματικός βίος |
financ., compt. | aktīvi un pasīvi | λογαριασμοί του ενεργητικού και του παθητικού; στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού |
financ., compt. | aktīvi un saistības | λογαριασμοί του ενεργητικού και του παθητικού; στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού |
soins., industr. | aktīvie izdalītājmateriāli un izdalītājizstrādājumi | αποδεσμεύοντα ενεργά υλικά και αντικείμενα |
sciences., envir. | aktīvo dūņu elpošanas inhibēšanas tests | έλεγχος για την αναστολή της αναπνοής της ενεργοποιημένης ιλύος |
sciences., envir. | aktīvo dūņu elpošanas inhibēšanas tests | έλεγχος για την αναστολή της οξυγόνωσης της ενεργοποιημένης ιλύος |
financ., compt. | aktīvs, kura vērtība ir samazinājusies | τοξικό στοιχείο του ενεργητικού |
financ., compt. | aktīvs, kura vērtība ir samazinājusies | τοξικό περιουσιακό στοιχείο |
financ., banc. | aktīvs, kura vērtība ir samazinājusies | περιουσιακό στοιχείο απομειωμένης αξίας |
financ., banc. | aktīvs, kura vērtība ir samazinājusies | απομειωμένο στοιχείο ενεργητικού |
financ., banc. | aktīvs, kura vērtība ir samazinājusies | απομειωμένο περιουσιακό στοιχείο |
micr. | aktīvs piegādātājs | ενεργός προμηθευτής |
homme;activ., éduc. | aktīvs pilsoniskums | ενεργοποίηση του πολίτη |
homme;activ., éduc. | aktīvs pilsoniskums | ενεργή συμμετοχή του πολίτη στα κοινά |
financ. | aktīvs pārvaldīšanā | υπό διαχείριση περιουσιακό στοιχείο |
compt. | aktīvu apjoma citu pārmaiņu radītās tīrās vērtības pārmaiņas | μεταβολές της καθαρής θέσης λόγω λοιπών μεταβολών του όγκου των περιουσιακών στοιχείων |
écon. | aktīvu glābšanas pasākums | μέτρο αρωγής για απομειωμένα περιουσιακά στοιχεία |
écon., financ. | aktīvu grupa | κατηγορία στοιχείων του ενεργητικού |
compt. | aktīvu iesaistīšana ekonomikā | εμφάνιση περιουσιακών στοιχείων |
financ. | aktīvu iesaldēšana | πάγωμα περιουσιακών στοιχείων |
financ. | aktīvu iesaldēšana | δέσμευση προϊόντων εγκλήματος |
financ. | aktīvu iesaldēšana | δέσμευση περιουσιακών στοιχείων |
compt. | aktīvu izslēgšana no ekonomikas | εξαφάνιση περιουσιακών στοιχείων |
écon., financ. | aktīvu klase | κατηγορία στοιχείων του ενεργητικού |
financ. | aktīvu kvalitāte | ποιότητα των περιουσιακών στοιχείων |
financ. | aktīvu kvalitāte | ποιότητα στοιχείων ενεργητικού |
financ. | aktīvu kvalitātes pārskatīšana | έλεγχος της ποιότητας των στοιχείων του ενεργητικού |
financ. | aktīvu nodalīšanas instruments | εργαλείο διαχωρισμού περιουσιακών στοιχείων |
financ., invest. | aktīvu pārvaldība | διαχείριση περιουσιακών στοιχείων |
financ. | aktīvu pārvaldības struktūra | τράπεζα επισφαλειών |
financ. | aktīvu pārvaldības struktūra | φορέας διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων |
financ. | aktīvu pārvaldības struktūra | διαχωριζόμενη τραπεζική εταιρεία |
génér. | aktīvu pārvaldīšanas sabiedrība | εταιρεία διαχείρισης περιουσιακών στοιχείων |
génér. | aktīvu pārvaldīšanas sabiedrība | εταιρεία διαχείρισης χαρτοφυλακίου |
génér. | aktīvu pārvaldīšanas sabiedrība | εταιρεία διαχείρισης |
compt. | aktīvu, saistību un tīrās vērtības pārmaiņas | μεταβολές περιουσιακών στοιχείων, υποχρεώσεων και καθαρής θέσης |
financ., compt. | aktīvu un pasīvu posteņi | λογαριασμοί του ενεργητικού και του παθητικού; στοιχεία του ενεργητικού και του παθητικού |
écon., financ. | aktīvu un pasīvu pārvaldība | διαχείριση ενεργητικού - παθητικού |
compt. | aktīvu un saistību klasifikācijas pārmaiņas | μεταβολές της ταξινόμησης περιουσιακών στοιχείων και υποχρεώσεων εκτός από νομισματοποίηση/απονομισματοποίηση χρυσού |
écon., financ. | aktīvu un saistību pārvaldība | διαχείριση ενεργητικού - παθητικού |
entr., organ., compt. | aktīvu un saistību savstarpēja dzēšana | συμψηφισμός μεταξύ λογαριασμών ενεργητικού και παθητικού |
envir. | aktīvā atpūta | δραστηριότητα κατά τον ελεύθερο χρόνο |
transp., électr., constr. | aktīvā daļa | τμήμα υπό τάση |
transp., électr., constr. | aktīvā daļa | ενεργό τμήμα |
médic., pharm. | aktīvā imunizācija | ενεργητική ανοσοποίηση |
micr. | aktīvā instalēšana | ενεργή εγκατάσταση |
électr. | aktīvā jauda | ενεργός ισχύς |
micr. | aktīvā kešatmiņa | Ενεργό cache |
micr. | aktīvā lapa | ενεργό φύλλο |
gouv. | aktīvā nodarbinātībā iesaistīts ierēdnis | υπάλληλος σε ενεργό υπηρεσία |
chim. | aktīvā ogle | ενεργός άνθρακας |
micr. | aktīvā pārraudzība | ενεργή εποπτεία |
micr. | aktīvā skriptēšana | ενεργή δέσμη ενεργειών |
soins., élevag. | aktīvā uzraudzība | ενεργητική επιτήρηση |
agric. | aktīvā viela | ενεργό συστατικό |
micr. | aktīvā ziņojumapmaiņas aizsardzība | Ενεργή προστασία ανταλλαγής μηνυμάτων |
sciences., envir. | aktīvās dūņas | ενεργοποιημένη ιλύς |
sciences., techn. | aktīvās enerģijas skaitītājs | μετρητής ενεργού ενέργειας |
techn., électr. | aktīvās jaudas frekvenču raksturlīkne | απόκριση συχνότητας ενεργού ισχύος |
techn., électr. | aktīvās jaudas frekvenču raksturlīkne | απόκριση ενεργού ισχύος στις μεταβολές συχνότητας |
chim. | aktīvās ogles filtrs | φίλτρο ενεργού άνθρακα |
transp., écol., génie m. | aktīvās ogles kārba | κάνιστρο ενεργού άνθρακα |
écon. | aktīvās vēlēšanu tiesības | δικαίωμα ψήφου |
écon., financ. | atbilstīgs aktīvs | αποδεκτό περιουσιακό στοιχείο |
compt. | atliktā nodokļa aktīvi | αναβαλλόμενη φορολογική απαίτηση |
financ. | bāzes aktīvi | υπόθεμα |
financ. | bāzes aktīvi | βασικός τίτλος |
science s., sociol., syst. | Eiropas Aktīvu vecumdienu un paaudžu solidaritātes gads | Ευρωπαϊκό έτος για την ενεργό γήρανση και την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών |
science s., sociol., syst. | Eiropas gads aktīvai novecošanai un paaudžu solidaritātei | Ευρωπαϊκό έτος για την ενεργό γήρανση και την αλληλεγγύη μεταξύ των γενεών |
écon., stat., empl. | ekonomiski aktīva darbaspēka līmenis | συμμετοχή στην αγορά εργασίας |
invest. | ieguldījumu aktīvs | επενδυτικό στοιχείο ενεργητικού |
écon., compt. | ilgtermiņa aktīvi | πάγιο ενεργητικό |
écon., compt. | ilgtermiņa aktīvi | πάγιο κεφάλαιο |
écon., compt. | ilgtermiņa aktīvi | πάγιες εγκαταστάσει |
écon., compt. | ilgtermiņa aktīvi | πάγια περιουσιακά στοιχεία |
soins., industr. | izdalītās aktīvās vielas | αποδεσμευόμενες ενεργοί ουσίες |
écon., financ. | likvīdie aktīvi | ρευστά περιουσιακά στοιχεία |
sciences. | modificēts puspastāvīgs aktīvo dūņu tests | τροποποιημένη δοκιμασία SCAS |
sciences. | modificēts puspastāvīgs aktīvo dūņu tests | τροποποιημένος έλεγχος SCAS |
sciences. | modificēts puspastāvīgs aktīvo dūņu tests | τροποποιημένος έλεγχος ημισυνεχούς ενεργοποίησης ιλύος |
sciences. | modificēts puspastāvīgs aktīvo dūņu tests | τροποποιημένη δοκιμή ημισυνεχούς ενεργοποίησης ιλύος |
sciences. | modificēts puspastāvīgs aktīvo dūņu tests | τροποποιημένη δοκιμή SCAS |
écon., compt. | neapgrozāmie aktīvi | πάγιες εγκαταστάσει |
écon., compt. | neapgrozāmie aktīvi | πάγιο ενεργητικό |
écon., compt. | neapgrozāmie aktīvi | πάγια περιουσιακά στοιχεία |
écon., compt. | neapgrozāmie aktīvi | πάγιο κεφάλαιο |
compt. | nefinanšu aktīvi | μη χρηματοπιστωτικά περιουσιακά στοιχεία |
compt. | nefinanšu aktīvu iegādes konts | λογαριασμός απόκτησης μη χρηματοπιστωτικών περιουσιακών στοιχείων |
financ., compt. | nemateriālie aktīvi | άυλες ακινητοποιήσεις |
financ., compt. | nemateriālie aktīvi | άϋλα περιουσιακά στοιχεία |
financ., compt. | nemateriālie aktīvi | άϋλα στοιχεία ενεργετικού |
financ., compt. | nemateriālie aktīvi | φήμη και πελατεία |
financ., compt. | nemateriālie aktīvi | "αέρας" |
compt. | neražoto nefinanšu aktīvu iegāde mīnus realizācija | αγορές μείον πωλήσεις μη χρηματοπιστωτικών μη παραχθέντων περιουσιακών στοιχείων |
loi cr. | noziedzīgi iegūtu aktīvu atgūšana | ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων |
loi cr. | noziedzīgi iegūtu aktīvu atgūšana | ανάκτηση περιουσιακών στοιχείων προϊόντων εγκλήματος |
financ. | problemātiski aktīvi | επισφαλή στοιχεία του ενεργητικού |
sciences. | puspastāvīgs aktīvo dūņu inkubators | μονάδα ημισυνεχούς ενεργοποίησης ιλύος |
sciences. | puspastāvīgs aktīvo dūņu inkubators | διάταξη για τη δοκιμασία ημισυνεχούς ενεργοποίησης ιλύος |
sciences. | puspastāvīgs aktīvo dūņu inkubators | μονάδα SCAS |
sciences. | puspastāvīgs aktīvo dūņu inkubators | διάταξη για τη δοκιμή ημισυνεχούς ενεργοποίησης ιλύος |
sciences. | puspastāvīgs aktīvo dūņu tests | δοκιμασία ημισυνεχούς ενεργοποίησης ιλύος |
sciences. | puspastāvīgs aktīvo dūņu tests | δοκιμασία SCAS |
envir. | sabiedriski aktīva uzvedība | ευσυνείδητη κοινωνική συμπεριφορά |
financ., compt. | tīrā aktīvu vērtība | επανεκτιμηθέν καθαρό ενεργητικό |
financ., compt. | tīrā aktīvu vērtība | καθαρή αξία ενεργητικού |
financ. | vērtspapīrots aktīvs | τιτλοποιημένα στοιχεία ενεργητικού |
écon., compt. | ārpusbilances aktīvi | στοιχείο ενεργητικού εκτός ισολογισμού |
financ. | ārējo rezervju aktīvi | συναλλαγματικά διαθέσιμα |
génér. | Ženēvas Konvencija par ievainoto un slimo stāvokļa uzlabošanu aktīvajās armijās | Σύμβαση της Γενεύης "περί βελτιώσεως της τύχης των τραυματιών και των ασθενών εις τας εν εκστρατεία ενόπλους δυνάμεις" |